δίσκουρα

δίσκουρα
δίσκουρα
quoit's cast
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δίσκουρα — δίσκουρα, τα (Α) βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. τού ούρου «διάστημα, απόσταση»] …   Dictionary of Greek

  • δισκοβολία — Αθλητικό αγώνισμα γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, όπου μαζί με το ακόντιο, τον δρόμο, την πάλη και το άλμα αποτελούσαν το πένταθλο. Πρώτος που επινόησε τον δίσκο θεωρείται ο μυθικός Περσέας, που σκότωσε κατά λάθος με αυτόν τον παππού του Ακρίσιο στους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”